ξύλιασμα — το [ξυλιάζω] το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο … Dictionary of Greek
ξύλιασμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι αλύγιστο σαν ξύλο. 2. το πάγωμα από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)