ξύλιασμα

ξύλιασμα
kaskatı kesilmek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξύλιασμα — το [ξυλιάζω] το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο …   Dictionary of Greek

  • ξύλιασμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι αλύγιστο σαν ξύλο. 2. το πάγωμα από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”